- ἐξάκουστος
- ἐξάκουστοςheardmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξακουστός — και ξακουστός, ή, ό (AM ἐξάκουστος, ον, Μ και ἐξακουστός, ἀξακουστός, ξακουστός, ή, όν) [εξακούω] ακουστός σε πολύ κόσμο, φημισμένος αρχ. μσν. (για ήχο) καθαρός, ευκρινής μσν. ωραίος, εξαιρετικός … Dictionary of Greek
ἐξακουστότερον — ἐξάκουστος heard adverbial comp ἐξάκουστος heard masc acc comp sg ἐξάκουστος heard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστως — ἐξάκουστος heard adverbial ἐξάκουστος heard masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάκουστον — ἐξάκουστος heard masc/fem acc sg ἐξάκουστος heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακουστότατος — ἐξάκουστος heard masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστοις — ἐξάκουστος heard masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστου — ἐξάκουστος heard masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστους — ἐξάκουστος heard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστων — ἐξάκουστος heard masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακούστῳ — ἐξάκουστος heard masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)